Κάποτε συναντήθηκαν η Αλήθεια και το Ψέμα. Το Ψέμα καλημέρισε την Αλήθεια της είπε «ωραία μέρα σήμερα». Η Αλήθεια για να βεβαιωθεί κοίταξε γύρω και τον ουρανό και όντως η μέρα ήταν ωραία. Περπάτησαν για λίγο ώσπου έφτασαν σε ένα μεγάλο πηγάδι γεμάτο νερό.
Το Ψέμα βούτηξε το χέρι του στο νερό και γυρίζοντας στην Αλήθεια τής είπε «ωραίο και ζεστό το νερό. Θες να κολυμπήσουμε μαζί;». Και πάλι η Αλήθεια ήταν καχύποπτη. Δοκίμασε όμως με το χέρι της το νερό και πράγματι ήταν ζεστό. Μπήκαν λοιπόν και οι δυο τους στο νερό και κολυμπούσαν για αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά το Ψέμα βγήκε από το πηγάδι, φόρεσε τα ρούχα της Αλήθειας και εξαφανίστηκε.
Θυμωμένη η Αλήθεια βγήκε γυμνή τρέχοντας παντού και ψάχνοντας για το Ψέμα για να πάρει τα ρούχα της. Ο κόσμος που την έβλεπε γυμνή, γύριζε το βλέμμα του αλλού είτε από ντροπή είτε από θυμό. Η φτωχή Αλήθεια ντροπιασμένη γύρισε στο πηγάδι και χώθηκε εκεί για πάντα.
Έκτοτε το Ψέμα γυρίζει ανενόχλητο ντυμένο σαν Αλήθεια, ικανοποιώντας τα τερτίπια του κόσμου ο οποίος με κανένα τρόπο δεν θέλει να δει τη γυμνή Αλήθεια…
(ο πίνακας με την Αλήθεια να βγαίνει από το πηγάδι είναι του Γάλλου Jean-Léon Gérôme, 1896).