Στη ραψωδία υ της “Οδύσσειας” τρεις άνθρωποι ασχολήθηκαν με τον μεταμφιεσμένο Οδυσσέα, αλλά κανείς δεν αντέδρασε όπως ο άλλος. Κι ας ήταν κοινός ο στόχος τους και στην ίδια περίοδο: ο άγνωστος, εριστικός ζητιάνος.
- Ο γιδοβοσκός Μελάνθιος τον αποπήρε, του φώναξε να τους αδειάσει τη γωνιά, τον απείλησε πως θα πιαστούν στα χέρια
- Ο μνηστήρας Κτήσιππος του φέρθηκε βίαια, έπιασε ένα κόκκαλο από το βόδι που τρώγανε στο πλούσιο τραπέζι και του το πέταξε στο κεφάλι. Ο Οδυσσέας πρόλαβε και παραμέρισε και το κόκαλο χτύπησε στον τοίχο
- Ο δούλος Φιλοίτιος, αμέσως μόλις τον πρόσεξε ενδιαφέρθηκε για τον ξένο ζητιάνο. Παρατήρησε ότι είχε αρχοντικό σωματότυπο, του μίλησε στοργικά και -το σημαντικότερο- αναγνώρισε στο χάλι του τον δικό του πόνο, των δικών του ανθρώπων που είχαν τέτοια βάσανα.
Η διαφορά στη συμπεριφορά του Φιλοίτιου από τους άλλους ήταν η ενσυναίσθηση, δύναμη που προέρχεται από την παιδεία του ανθρώπου: δεν βιάστηκε να εκτονώσει τον θυμό του στον άμοιρο, αλλά άφησε το συναίσθημα της δυστυχίας του να τον αγγίξει. Όταν έπιασε τον ξένο από το χέρι ήταν ευσπλαχνικός και τρυφερός μαζί του.
Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα του ανθρώπου να αγαπά τους άλλους παρ’ όλο τον πόνο, το μαρτύριο, την ευτυχία τους, όσο αδύναμοι κι αν είναι. Μα δεν μπορεί να το κάνει κάποιος αν δεν είναι εσωτερικά δυνατός, γιατί τότε οι δαίμονες της ψυχής του (οργή, τρόμος, πόνος, όλα αυτά συσσωρευμένα σε ένα σύμπλεγμα μπερδεμένων ενεργειών μέσα του) ελέγχουν τη συμπεριφορά του. Μόνο κάποιος που έχει αποκτήσει πλήρη αυτοκυριαρχία μπορεί να είναι πάντα ελεήμων, γιατί έχει μάθει πώς να μην τον επηρεάζει το δηλητήριο μέσα του. Μια παροιμία περιγράφει την αντίθεση: «Δεν με νοιάζει αν ιερέας με ξαποστείλει στην κόλαση, αρκεί να το κάνει με δάκρυα, όχι με οργή και χαρά στα μάτια του»…