ΝΟΤΙΩΣ
Αρθρογραφία

Μια ιστορική ποιητική ανθολογία

Παραθέτουμε απάρτια της εξαιρετικής ανθολογίας Ελλήνων και Κυπρίων ποιητών με τίτλο “Η ελληνοτουρκική συνύπαρξη στη σύγχρονη ποίηση“. Πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο του Μάκη Αποστολάτου, που κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”.

Τον Γενάρη τού ’74 κιόλας, ο μετανάστης ποιητής Διονύσης Μαρκαντωνάτος, εργάτης στις φάμπρικες της Σουηδίας, τυπώνει στο Λονδίνο τη συλλογή «Παρουσία» που πέρασε απαρατήρητη. Όμως δίνοντας ανάλογη προσοχή στο ποίημα «Αδερφικό», θ’ αποζημιωθούμε με την εντύπωση που προκαλεί ή θεματική και ή ευαισθησία του, αναδεικνυόμενο σε δημιούργημα πραγματικά εμπνευσμένης σύλληψης, όπου με λόγια απλά εναλλάσσονται επιτυχώς ζωντανές εικόνες, γεμάτες πικρές αλήθειες.

Ο Έλληνας κι ο Τούρκος φαντάρος φυλάνε από τις κοντινές σκοπιές τους τα σύνορα των δύο κρατών στην ερημιά, μακριά από τούς δικούς τους. Ο δικός μας κάνει αναδρομές στο παρελθόν, καθώς φωνάζει τον Αχμέτ πως όταν περάσει η έφοδος, θα παίξει ένα σκοπό με φυσαρμόνικα και τον καλεί τότε να μοιραστούνε το στερνό τσιγάρο που τού απόμεινε. Και κει, καθώς θα παραδοθούν στα ντέρτια και στις αναμνήσεις λαχταρώντας τη μητέρα τους και μια αγαπημένη πού τούς περιμένει, θα πει πώς τούς δένει μια μοίρα κακή, γιατί σαν απολυθούν ίσως θα βρεθούν από σύμπτωση, εργάτες στην ίδια φάμπρικα σε μια ξένη χώρα. Πιθανότατα στην ως χθες χιτλερική Γερμανία, τη νικημένη από τούς μεγάλους παγκόσμιους πολέμους· και το απάνθισμα από τα γερότερα παιδιά της νικήτριας Ελλάδας και της ουδέτερης Τουρκίας, αναγκάζονται να πάνε μετανάστες σ’ αυτή τη μαύρη ξενιτειά, πουλώντας εκεί σαν δουλοπάροικοι την εργατική τους δύναμη, συμβάλλοντας στην αύξηση της παραγωγής η οποία θα πουληθεί και στη χώρα μας -απ’ όπου δεν αποκλείεται να προέρχονται και οι πρώτες ύλες της- φυσικό σε δεκαπλάσιο κόστος, διοχετευόμενη προς ευρεία κατανάλωση.

Τι πιο φυσικό λοιπόν μετά από αυτές τις σκέψεις, να εξομολογηθεί στον αδελφό Τούρκο με τη ροζιασμένη παλάμη, πως μ’ αυτόν δεν έχει σύνορο, για τούτο κι άφησε το όπλο να πέσει;

Χαιρετισμός

Στους συγγραφείς και ποιητές της Τουρκίας

από την Ελλάδα, 25 του Μάη 1980

Αδέρφια γιαζαλάρ, οζαηλάρ παιδιά τον ήλιου, γεια σας!

Και η δική μου καρδιά, κόκκινο τριαντάφυλλο της Ανατολής,

χτυπάει για σας, καθώς ντύνετε τούς ορίζοντες με γαλαξίες.

Αδέρφια θέλω ν’ ανέβω στο μιναρέ

να τονίσω την προσευχή μου στο φως

με κεραυνούς στην άχαρη νύχτα

και στα ερπετά πού υφαίνουν το πέπλο της.

Να βγω μαζί σας κατάμεσα στο τσαρσί

να τελαλήσω την ομορφιά του κόσμου

όταν οι άνθρωποι, έξω από κάθε γλώσσα και Θεό,

στην καρδιά τους φωλιάσουν την αγάπη.

Να ορμήσουμε στις φάμπρικες πού θηλάζουν τον θάνατο

να φωνάξουμε στους δουλευτές με τα ροζιασμένα χέρια

να γίνουν πυρκαγιά για την ειρήνη.

Σε όλα τα σταυροδρόμια του κόσμου

θ’ ανθίσουν τα χαμόγελα μ’ εμπιστοσύνη.

Κουβαλάμε πέρα κι’ από την εποχή μας το φως

είμαστε ή βροχή στα διψασμένα στάχια,

ή σκιά των δέντρων στη ντάλα του καλοκαιριού,

ή νερομάνα στην έρημο, το ραβδί του στρατοκόπου,

ή ευχή των εκτελεσμένων συντρόφων μας,

ή χρυσή ελπίδα του λαού, της ευτυχίας του το δάκρυ!

Αδέρφια γιαζαλάρ, οζαηλάρ

ενώνω το τραγούδι μου με το δικό σας

για τη φιλία των λαών

για την ειρήνη!

Σκοπιά

Μαρία Παναγοπούλου

Κι αν λένε το Θεό σου Αλλάχ

Χριστό κι αν λένε τον δικό μου

οι μανάδες μας, πικρό του πόνου

όμοια βαθύ το βγάζουν το «αχ».

Τί έχουμε ’ εμείς να μοιραστούμε

παιδιά φτωχά της μάνας γης;

Εσύ, στο Αρτζικτάν εργάτης

κι εγώ στην Πάτρα ταξιτζής.

Από μια κόκκινη καρδιά

σε δυο κοτσίδες κρεμασμένη.

Μια Χούλια θα σε περιμένει

κι εμένα μια ξανθή Ροδιά.

Τί έχουμε για να μισηθούμε;

Μεγάλη και μάς παίρνει ή γη.

Εσένα στο Αρτζικτάν εργάτη

στην Πάτρα εμένα ταξιτζή.

Η νύχτα υγρή και σκοτεινή

από το κρύο θα πιαστούμε.

Έλα να την καταραστούμε

αντάμα ετούτη τη στιγμή.

Τί μου ‘φταιξες να σε σκοτώσω;

Θέλω να ζω! Κι εσύ να ζεις.

Εργάτης στο Αρτζικτάν να είσαι

κι εγώ στην Πάτρα ταξιτζής.

Τι μας ενώνει

Άρης Ταστάνης

Έλληνα με φωνάζουν κι εσένα Τούρκο

κι όμως το πετσί μας όμοιο είναι

τα μάτια μας ίδια χαμογελούν κι ονειρεύονται

ίδια πονάμε στα μουράγια όταν ανεμίζουν άσπρα μαντήλια.

Αδερφέ μου εμείς οι φτωχοί, οι ξωμάχοι κι εργάτες

δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε.

Η θάλασσα μάς ενώνει.

Οι ήχοι της μουσικής μάς ενώνουν.

Το δάκρυ της μάνας όταν αγναντεύει τη δημοσιά, μάς ενώνει.

Οι γροθιές πού σφίγγουμε σ’ ώρες αγώνα, μάς ενώνουν.

Οι λόγοι των ποιητών μας φλάμπουρα αδερφοσύνης.

«…Κάθε πρωί ή καρδιά μου ντουφεκίζεται στην Ελλάδα»

«…Κάθε μέρα το γέλιο μου ένα γαρούφαλλο στα μαλλιά

του σκοτωμένου φοιτητή της Σμύρνης…»

Προλετάριοι όλου του κόσμου

Λιλιάνα Δρίτσα-Τσιουλάκη

Στον Αζίζ Νεσίν

Τούρκε εργάτη, αδερφέ μου εσύ

που ξύπνησες ανύποπτος σαν και μένα σήμερα

κι έριξες με τ’ αργασμένα χέρια σου

κρύο νερό στο πρόσωπό σου

και πήρες σαν και μένα

φόρεσες και συ σφυρίζοντας

τα λιωμένα σου παπούτσια

και πήρες το δρόμο για την φάμπρικα

πριν φέξει.

Που σαν και μένα

μετράς και συ μ’ απελπισία

το Σαββατόβραδο

το ξεφτελιστικό αντίτιμο του ιδρώτα σου.

Και συ

Τούρκε αγρότη, αδερφέ μου

που σαν και μένα

σηκώθηκες αχάραγα

ν’ απλώσεις στην αυλή σου τα καπνά,

που στάθηκες όπως κι εγώ

λαχανιασμένος μια στιγμή πίσω απ’ τα βόδια

να σκουπίσεις το μέτωπό σου

με το βρώμικο καρό μαντήλι σου,

που σαν και μένα

είδες την περσινή σοδειά σου

απούλητη να σαπίζει στο κατώι,

που όπως κι εγώ

χορταίνεις χρόνια τώρα

με τον ιδρώτα σου

την ξένη γη.

Και συ

Τούρκε φοιτητή, αδερφέ μου,

που σαν και μένα ξαγρυπνάς

κάτω από το χλωμό φως της λάμπας

σκυμμένος πάνω στις σπίθες των ονείρων σου,

που και συ

σαν και μένα

μένεις νηστικός για ν’ αγοράζεις βιβλία

φορτωμένα ψευτιές,

που σαν και μένα τριγυρνάς άσκοπα

στους έρημους δρόμους

τα Κυριακάτικα απογεύματα

με τα χέρια στις άδειες τσέπες

του τριμμένου σακακιού σου,

που και συ

όπως και ‘γω

παπαγαλίζεις τόσα χρόνια

ανόητες, πομπώδεις φράσεις

μεταφρασμένες στη γλώσσα σου

όπως και στη δική μου

απ’ την διεθνή γλώσσα του συμφέροντος των λίγων

εσύ

Τούρκε εργάτη

Τούρκε αγρότη

Τούρκε φοιτητή

αδερφέ μου

βγάλε τις παρωπίδες που σου βάλανε

κοίτα μ αθόλωτο μάτι κατά τη χώρα μου

και πέτα χάμω τούτο το τουφέκι

και τράβα στην μάνα σου

μοιρολογάει

στην αδερφή

που τρέμει

στο κορίτσι

που περιμένει

τράβα και πες τους:

«θα ματαρθώ

πέρα από τούτο το βουνό

πέρα από τούτη τη θάλασσα

πέρα από τούτο το ποτάμι

δεν καρτεράν για μένα βόλια εχθρικά

μήτε γροθιές σφιγμένες

μήτε δόντια πού τρίζουνε.

Μονάχα κάτι εργάτες

κάτι αγρότες

κάτι φοιτητές

κάτι αδέρφια

πού λαχταράνε, χρόνια τώρα,

όπως και ‘γω να σφίξουμε τα χέρια.

Συναδέλφωση

Γιώτα Φωτιάδου-Μπαλαφούτη

Όπλα μας στα ματωμένα βασιλέματα

ένα κανάτι με ρακί κι ένα σπιτίσιο γέλιο.

Απ’ την ανατολή με το τσαπί κάτω απ’ τον ήλιο

φυτεύουμε ίδιες χαρές, πόνους κι ελπίδες.

Τούρκε κι Έλληνα αδερφέ

στα θούρια άσματα όταν σαλπίσουν μάχη

μη τρέξτε για φωτιά κι ατσάλι παθιασμένοι.

Σ’ αυτούς πού σας στέλνουν στον όλεθρο

γυρίστε την πλάτη.

Δώστε τα χέρια αδέρφια μου

κάντε το μόχθο σας γεφύρι

στις θάλασσες και στις στεριές

βαθειά ν’ απλώσει ρίζες η ειρήνη.

Ζυμώστε και μοιράστε πέρα ως πέρα

καρβέλια αλληλεγγύης

απλώστε αγάπης μήνυμα

τραγούδι αδερφοσύνης.

Σχετικά άρθρα

Για τις Μ.Κ.Ο. και τον εθελοντισμό

Super User

Εδώ πολυτεχνείο

Super User

64 χρόνια από τα εγκαίνια του φράγματος του Νέστου

Super User

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Υποθέτουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Δείτε περισσότερα

Πολιτική απορρήτου και cookies