Το φαγητό γύρω από ένα τραπέζι έγινε σήμερα σπάνιο: οι άνθρωποι κάθονται όλοι μαζί στις καθορισμένες γιορτές: Πρωτοχρονιά, γενέθλια, γάμοι και αρραβώνες. Και στο μέλλον προορίζεται να αλλάξει ακόμη περισσότερο. Δίαιτες, δυσανεξία σε ορισμένα τρόφιμα, αλλεργίες της σύγχρονης εποχής αναμένεται να μεταμορφώσουν τα συλλογικά γεύματα και να αλλάξουν την αίσθηση της χαράς που δίνει το οικογενειακό τραπέζι. Και το ερώτημα που θέτουν οι ερευνητές είναι: Θα τρώμε ακόμη μαζί αύριο;
Τον Νοέμβριο του 2010 σε μια συνάντηση που έγινε στο Ναϊρόμπι της Κένυα, οι ειδικοί της Unesco εξέτασαν ένα πρωτόγνωρο γαλλικό αίτημα: να εγγραφεί η γαλλική γαστρονομία στην λίστα της άυλης παγκόσμιας κληρονομιάς.
Στη συνάντηση παρευρέθηκε και η πρέσβειρα της Γαλλίας στην Unesco Catherine Colonna, που δήλωσε: «Οι Γάλλοι λατρεύουν να βρίσκονται όλοι μαζί, να πίνουν και να τρώνε καλά και να γιορτάζουν μια επέτειο με αυτό τον τρόπο. Αυτό αποτελεί μέρος της παράδοσής μας και είναι μια ζωντανή παράδοση».
Αφού συσκέφθηκαν, οι ειδικοί της Unesco αποφάσισαν ότι «το γαστρονομικό γεύμα α λα γαλλικά» πληροί τις προϋποθέσεις. Δεν πρόκειται τόσο για την ποιότητα της τροφής αλλά για το γεύμα αυτό καθαυτό, με τις παραδόσεις του, τους κώδικές του, την παρουσίασή του και την ιστορία του.
Επτά χρόνια αργότερα, μια έρευνα που έκανε το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων YouGov έρχεται να αλλάξει άρδην αυτή την εικόνα: το γεύμα που έπαιρναν οι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι βρίσκεται υπό εξαφάνιση. Ένας στους τρεις Γάλλους τρώνε σήμερα αλλού και όχι στην τραπεζαρία ή στην κουζίνα.
Η τέχνη του φαγητού γύρω από ένα τραπέζι (με φίλους, οικογένεια, συναδέλφους ή ακόμη και τα ζώα του σπιτιού) αποτελεί ένα τρόπο ευ ζειν ολόκληρης της Μεσογείου. Γάλλοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι ή χώρες της βόρειας Αφρικής, είχαν πολύ διαφορετικό τρόπο να τρώνε από τους γείτονές τους του βορρά ή ακόμη και τους αγγλοσάξωνες. Στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και στις Η.Π.Α., η συνήθεια του τραπεζιού όπου όλοι συγκεντρώνονται για να φάνε, δεν ήταν ποτέ μια συνήθεια όπως στη Μεσόγειο. «Όταν ένας Γάλλος ή ένας Ιταλός θέλει να φάει, επιθυμεί να καθίσει σε ένα τραπέζι πάση θυσία. Αντίθετα, οι Αμερικανοί δεν παίρνουν το χρόνο να καθίσουν, συνήθως τρώνε όρθιοι στο τραπέζι της κουζίνας και όχι αναγκαστικά με άλλους» επισημαίνει ο Jean-Pierre Corbeau, καθηγητής κοινωνιολογίας και διατροφολογίας στο πανεπιστήμιο της Τουρ.
Η ίδια έρευνα απέδειξε ότι ακόμη και όταν ζουν σε μικρά διαμερίσματα που δεν διαθέτουν απαραίτητα μεγάλες τραπεζαρίες, οι Γάλλοι παίρνουν το χρόνο να καθίσουν για να φάνε. Ακόμη κι όταν τρώνε στον δρόμο, υπάρχουν καρέκλες και τραπέζια. «Το street-food έχει εγκατασταθεί εντελώς στις μεγάλες πόλεις, αλλά οι άνθρωποι τρώνε εκεί, δεν τρώνε περπατώντας. Ακουμπάνε κάπου, ψάχνουν ένα κάθισμα, ένα πεζοδρόμιο, ένα μέρος για να καθίσουν», επισημαίνει ο κοινωνιολόγος. Ωστόσο αναφέρει ότι αυτή η συνήθεια χάνεται σιγά-σιγά. Οι ευρωπαίοι δείχνουν όλο και λιγότερο την ανάγκη «να ακολουθήσουν το πρωτόκολο του παραδοσιακού τραπεζιού, τη συνήθεια του πιρουνιού αριστερά και του μαχαιριού δεξιά. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να είναι φυλακισμένοι σε αυτό τον χώρο. Ένα αίσθημα ελευθερίας αναδύεται από τη μελέτη».
Ωστόσο, η συνήθεια του τραπεζιού επιβίωνε ακόμη και πριν από επτά χρόνια. Το 2010, μια έρευνα επεσήμανε ότι το καθημερινό και παραδοσιακό γεύμα στο τραπέζι, αποτελούσε συνήθεια του 83% των Γάλλων. Σήμερα αυτό το ποσοστό έχει κατέβει στο 68%. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια οι πολιτισμικές συνήθειες έχουν αλλάξει ριζικά: όλο και περισσότεροι Γάλλοι τρώνε στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού, μπροστά στο κομπιούτερ τους ή κατευθείαν στο κρεβάτι και στον καναπέ. Αυτή η μεταμόρφωση προκύπτει από μια ισχυρή θέληση να φύγει κάποιος από τη ρουτίνα και να αποδράσει από έναν προκαθορισμένο ρυθμό φαγητού. «Ένα από τα σοβαρά προβλήματα του παραδοσιακού γεύματος α λα γαλλικά ήταν πως κατέληγε να είναι εξαιρετικά καταναγκαστικό. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να σηκωθεί πριν τελειώσει το γεύμα. Ο χρόνος που παρέμεναν καθιστοί ήταν πολύ μεγάλος. Υπήρχε πρωτόκολλο στο ποιος έπρεπε να μιλάει» σημειώνει ο καθηγητής.
Σήμερα οι νεότεροι δεν θέλουν να υποκύψουν σε αυτούς τους κανόνες φαγητού. Σηκώνονται από το τραπέζι όποτε θέλουν, δεν είναι φυλακισμένοι στο χώρο και παραμένουν καθιστοί για πολύ λιγότερο χρόνο. «Αυτή η ανακατάληψη του χώρου, το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να κινηθεί ελεύθερα, δίνει μια αίσθηση ελευθερίας και την εντύπωση ότι μπορεί να αποφύγεις μια παραδοσιακή υποχρέωση. Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν να νιώθουν καλά στο τραπέζι. Έχουν περισσότερη διάθεση να μοιραστούν πράγματα. Υπάρχει ελευθερία κίνησης, κανείς δεν νιώθει φυλακισμένος στις σχέσεις».
Ήδη από την δεκαετία του 1990 ωστόσο, ο ανθρωπολόγος Claude Fischler έγραφε για την «αποδόμηση του καθημερινού φαγητού»: «Η συχνότητα, η σύνθεση και το τελετουργικό του γεύματος αλλάζουν: πολλά γεύματα παραλείπονται, κάποιο πιάτο στο γεύμα απουσιάζει, απλοποιείται το βραδινό φαγητό, οι ώρες φαγητού άλλαξαν. Οι διατροφικές συνήθειες έχουν αποδομηθεί». Αυτές οι αλλαγές μπορούν να εξηγηθούν από τη βιομηχανοποίηση της διατροφικής αλυσίδας, γεγονός που άλλαξε τον τρόπο να καταναλώνουμε και να ετοιμάζουμε τα γεύματα. Ο προϋπολογισμός για φαγητό εξάλλου μειώθηκε υπέρ της διασκέδασης, ενώ οι άνθρωποι θέλησαν αποφασιστικά να μειώσουν τον χρόνο διάρκειας ενός γεύματος.
Όσο αλλάζει το φαγητό, τόσο αλλάζει και ο τρόπος διασκέδασης. Μια μελέτη του ινστιτούτου Médiamétrie το 2016 για τις συνήθειες των ανθρώπων, εκτιμούσε ότι ο χρόνος που περνούσε ένας Γάλλος μπροστά στην τηλεόραση ή στο κομπιούτερ ή στο smartphone ήταν γύρω στις τέσσερις ώρες την ημέρα. Δηλαδή είκοσι λεπτά περισσότερο -κατά μέσο όρο- από το 2010. Στο βιβλίο του «Κατσαρόλες, αγάπη και κρίσεις», ο κοινωνιολόγος Jean-Claude Kaufmann έγραφε ήδη από το 2005 ότι αυξάνεται σταθερά ο αριθμός όσων τρώνε μπροστά στην τηλεόραση. «Τηλεόραση και φαγητό μαζί δεν είναι ένα απλό σύμπτωμα. Το φαγητό είναι ο αρχιτέκτονας της οικογενειακής ζωής, επιβάλλει κυρίως την συζήτηση και την ανταλλαγή απόψεων. Ωστόσο, η τηλεόραση παρεμβαίνει ασυνείδητα, επιβάλλει τη σιωπή. Αυτό εξηγεί γιατί γίνεται τόσο συχνά», αναφέρει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες οικογένειες, η συζήτηση στο τραπέζι είναι μια δύσκολη υπόθεση, ακόμη και επικίνδυνη, ειδικά αν τεθεί ένα θέμα που διχάζει. «Το να βλέπεις κάποιον απέναντί σου επί πολλή ώρα, δημιουργεί συνθήκες μιας υποχρεωτικής προσωπικής συζήτησης. Κάθε γεύμα λειτουργεί λοιπόν σαν ένα τεστ που λέει αν μια οικογένεια έχει πράγματα να συζητήσει, σαν μια απόδειξη ότι μια οικογένεια παραμένει ζωντανή. Γιατί όταν πέφτει σιωπή, αυτό δίνει με ωμό τρόπο ένα αρνητικό μήνυμα. Τίποτα δεν είναι χειρότερο για μια οικογένεια από τον θόρυβο του πιρουνιού που αποδεικνύει ότι υπάρχει λεκτικό κενό». Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις η τηλεόραση είναι σωτήρια και λειτουργεί σαν σωσίβιο «το οποίο κρύβει τις ατέλειες και χαλαρώνει την οικογενειακή ατμόσφαιρα».
Ορισμένοι πιστεύουν ότι αν η συνήθεια του τραπεζιού εξαφανίζεται, αυτό συμβαίνει γιατί ο χώρος στα σπίτια έγινε μικρός. Το 2012, το ινστιτούτο ερευνών Ipsos αποκάλυπτε ότι πάνω από ένας νέος Γάλλος (15-25 ετών) στους δύο (61%) τρώει μπροστά στο κομπιούτερ. Οι νέοι άνθρωποι δεν αρνούνται να καθίσουν στο τραπέζι αλλά προτιμούν το κομπιούτερ, σύμφωνα με την έρευνα. Πρόκειται κυρίως για ενεργούς νέους ανθρώπους ή φοιτητές, που το διαμέρισμά τους δεν τους επιτρέπει να βάλουν τραπεζαρία και να κάθονται παραδοσιακά για φαγητό, όπως το έκανε η οικογένειά τους η οποία είχε περισσότερο χώρο για τραπεζαρία. Το φαινόμενο σήμερα είναι σχεδόν γενικευμένο: το 9% των νεαρών Γάλλων που ζουν στο Παρίσι τρώνε στο κρεβάτι, σε σχέση με το 1% που ζουν στην επαρχία. «Η οθόνη γίνεται σύντροφος όταν δεν έχουμε κανέναν» αναφέρουν οι ερευνητές, που επισημαίνουν ότι αυτή η διαπίστωση ισχύει για τους νέους αλλά και για τους ηλικιωμένους που ζουν απομονωμένοι στις πόλεις.
Το φαγητό γύρω από ένα τραπέζι έγινε σήμερα σπάνιο: οι άνθρωποι κάθονται όλοι μαζί στις καθορισμένες γιορτές: Πρωτοχρονιά, γενέθλια, γάμοι και αρραβώνες. Και στο μέλλον προορίζεται να αλλάξει ακόμη περισσότερο. Δίαιτες, δυσανεξία σε ορισμένα τρόφιμα, αλλεργίες της σύγχρονης εποχής αναμένεται να μεταμορφώσουν τα συλλογικά γεύματα και να αλλάξουν την αίσθηση της χαράς που δίνει το οικογενειακό τραπέζι. Και το ερώτημα που θέτουν οι ερευνητές είναι: Θα τρώμε ακόμη μαζί αύριο;