Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, μπορεί και περισσότερα, κάποιος λόγιος είχε συντάξει έναν κατάλογο με ασθένειες της νεοελληνικής γλώσσας. Δυστυχώς τότε, με την αμεριμνησία της νεότητας, δεν είχα κρατήσει αντίγραφο του κειμένου και τώρα που το ψάχνω σε γη και σε ουρανό δεν το βρίσκω πουθενά.
Ούτως ή άλλως, ο κατάλογος εκείνος έχει γίνει ανεπίκαιρος, είτε επειδή μερικές «ασθένειες» έχουν πάψει πια να θεωρούνται ασθένειες (π.χ. ο μεχριτισμός, δηλαδή η σύνταξη του μέχρι με αιτιατική·σήμερα, μέχρι (!) και το λεξικό Μπαμπινιώτη δέχεται τη σύνταξη αυτή), ενώ αντίστροφα άλλες τείνουν να εξαφανιστούν, σαν τη «σανίτιδα», τη δήθεν κατάχρηση του «σαν»-σήμερα, που το ως αντικαθιστά παντού το σαν στα κείμενα των γλαφυρών, κανείς από τους τότε διαμαρτυρόμενους δεν διαμαρτύρεται για την «αντισανίτιδα» και για την ισοπέδωση των λεπτών διακρίσεων.
[Παρένθεση τωρινή: Ο παλιός εκείνος κατάλογος, “δεκάλογος” νομίζω ήταν, είχε δημοσιευτεί, αν δεν κάνω λάθος, στον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Αν παρ’ ελπίδα τον έχει φυλάξει κανείς, ας τον στείλει, παρακαλώ πολύ!]
Ας είναι. Είκοσι χρόνια είναι αρκετά για να παλιώσουν οποιονδήποτε κατάλογο. Σκέφτομαι λοιπόν να φτιάξω έναν αντικατάλογο, ή αν προτιμάτε τον Δωδεκάλογο των Ασθενειών της Νεοκαθαρεύουσας στον 21ο αιώνα.
Ο δωδεκάλογος αυτός έχει την εξής σύνθεση:
- Ο ισοπεδωτικός ευπρεπισμός
- Η οξεία γενικομανία
- Η γενικευμένη ωσεοπάθεια
- Η τρομώδης επαναληψοφοβία
- Η μανιακή σχιζολεξία
- Ο καταναγκαστικός ερμαφροδιτισμός
- Οι δίδυμες παθήσεις: ακλισία και αγγλοκλισία
- Η αρχαιοκλιτική ξιπασιά
- Η βαρεία συμπλεγματολαγνεία
- Οι κλιτικές νεοπλασίες
- Ο ορθογραφικός υπερτροφισμός
- Η βιβλιοδιφική λεξιλαγνεία
Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες έχουν υπόψη τους τις περισσότερες από αυτές τις επικίνδυνες αρρώστιες, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην είναι εξοικειωμένοι με την ορολογία που χρησιμοποιώ, που άλλωστε είναι δική μου κατασκευή. Θα σας τις παρουσιάσω λοιπόν συνοπτικά στο σημείωμα αυτό.
Ο ισοπεδωτικός ευπρεπισμός κάνει θραύση τον τελευταίο καιρό. Όσοι πάσχουν από ευπρεπισμό αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν στο λόγο τους ρήματα που έχουν κολλήσει τη ρετσινιά του λαϊκού, όπως το παίρνω ή το βάζω, και τα αντικαθιστούν ψυχαναγκαστικά με κάποιο λογιότερο ρήμα, όπως το λαμβάνω ή τοεισέρχομαι, ισοπεδώνοντας οποιεσδήποτε διαφορές ύφους και φιλοτεχνώντας τραγέλαφους όπως πώς το λαμβάνεις αυτό; Ή εισήλθε στη μαύρη λίστα. Σύμφωνα με ερευνητές, παράγοντας που έχει πολύ συντελέσει στην εξάπλωση αυτής της επικίνδυνης νόσου, είναι τα εμβόλια εναντίον της ανύπαρκτης πλέον νόσου της αχρωμοσημίας, η οποία πριν από καμιά εικοσαετία ανακαλύφθηκε από συντηρητικούς λόγιους και (υποτίθεται ότι) ήταν η υπέρμετρη χρήση ρημάτων όπως τοκάνω, παίρνω, βάζω. Σήμερα που τα ρήματα αυτά είναι σχεδόν προγραμμένα, οι λόγιοι που λέγαμε ποιούν τον αποβιώσαντα κοριό.
Δεύτερη στον κατάλογο αλλά ακόμα πιο μεταδοτική είναι η οξεία γενικομανία. Στο πρώτο στάδιό της, το ήπιο, ο ασθενής αρχίζει να συντάσσει και πάλι με γενική ρήματα που μια φορά κι έναν καιρό συντάσσονταν με γενική αλλά έχουν εδώ και δεκαετίες καθιερωθεί στην αιτιατική, όπως άξιζε καλύτερης τύχης ή δικαιούται επιδόματος. Αν δεν θεραπευτεί η ήπια μορφή, η ασθένεια γίνεται καλπάζουσα, οπότε ο ασθενής συντάσσει με γενική ρήματα που ποτέ μέχρι τώρα δεν συντάσσονταν έτσι, ούτε στα αρχαία ούτε στην καθαρεύουσα, όπως να επιμεληθούμε της διατύπωσης, μετέρχεται απαράδεκτων μέσων ή αποποιήθηκε των ευθυνών του. Στην πιο βαριά μορφή της, ο ασθενής φιλοτεχνεί αριστουργήματα όπως οι δρόμοι δεν διεπλέοντο αυτοκινήτων, που δύσκολα ξεχωρίζουν από τις καλύτερες εμπνεύσεις του Μποστ. Να σημειωθεί ότι υπάρχει και άλλη μορφή γενικομανίας, πέρα από τη ρηματική, η ουσιαστική, η αρρώστια των μονίμως διψασμένων και πεινασμένων. Εκεί, ο ασθενής ζητάει «ένα ποτήρι νερού» και δεν ξέρουμε αν εννοεί ένα ποτήρι νερό ή ένα νεροπότηρο. Ευτυχώς το ευρώ είναι προσωρινά άκλιτο κι έτσι έχουμε γλιτώσει από τα «εκατομμύρια δραχμών» του κ. Ζουράρι.
Η τρίτη επικίνδυνη ασθένεια, εξίσου διαδεδομένη, είναι η γενικευμένη ωσεοπάθεια. Ο ασθενής αναπτύσσει αλλεργία στο «σαν», και το αντικαθιστά παντού με το «ως» ή, σε ήπια μορφή, με το «ωσάν». Στις βαρύτατες μορφές της, που δεν έχουν τεκμηριωθεί αρκετά, ο ασθενής μετονομάζει το Σαν Φραντσίσκο σε Ως Φραντσίσκο. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής κάποιοι χορηγούν στους ασθενείς δισκία λεπτών διακρίσεων, τα οποία όμως η σύγχρονη έρευνα θεωρεί αναποτελεσματικά. Πάντως, όταν κάποιος οπαδός του γλαφυρού λόγου πει την πάτησα ως ζώον, μπορείτε να τον συγχαρείτε για την αυτογνωσία του.
Τέταρτο στη σειρά έχουμε την τρομώδη επαναληψοφοβία ή αλλιώς, τρόμο της επανάληψης. Ο ασθενής παθαίνει τρόμο και κυριεύεται από σπασμούς και μόνο με την ιδέα ότι θα επαναλάβει κάποια λέξη, οπότε αντικαθιστά το ουσιαστικό με τη δεικτική αντωνυμία «αυτός» ή «εκείνος». Πολλές φορές μάλιστα, περιέργως, δεν τον ενοχλεί να επαναλάβει την αντωνυμία, όπως: από τις πολλές θέσεις που κατείχε, αυτή που του άρεσε περισσότερο ήταν αυτή του προέδρου του συμβουλίου. Αν ο ασθενής είναι επαγγελματίας γραφιάς και πληρώνεται με τη λέξη, μπορεί η ασθένεια να έχει ωφελιμιστική αρχή. Πράγματι, η ελληνική διατύπωση (από τις πολλές θέσεις που κατείχε, του άρεσε περισσότερο η θέση του προέδρου του συμβουλίου) μετράει δυο λέξεις λιγότερες.
Η πέμπτη ασθένεια δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο οι προηγούμενες, ωστόσο τα αποτελέσματά της είναι φρικιαστικά. Ο ασθενής που πάσχει από μανιακή σχιζολεξία καταλαμβάνεται από αμόκ και αρπάζοντας πριόνι ή άλλο κοφτερό εργαλείο αφήνει στο διάβα του ματωμένα κομμάτια, λέξεις φριχτά διαμελισμένες, όπως: εξ απίνης, ως αύτως, όποτε δήποτε κτλ. Να σημειωθεί ότι σε βαριές περιπτώσεις που ο ασθενής έχει επίσης προσβληθεί από ορθογραφικό υπερτροφισμό (βλ. αριθ. 11) γράφει εξ απήνης.
Η έκτη ασθένεια του καταλόγου, ο καταναγκαστικός ερμαφροδιτισμός, είναι ψυχική. Ο ασθενής αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχουν γυναίκες που ασκούν επαγγέλματα και κατέχουν αξιώματα, και όποτε βρει αναφορά σε τέτοια περίπτωση φοράει στη γυναίκα γλωσσικά μουστάκια. Σε βαριές περιπτώσεις ακόμα και καθιερωμένοι τύποι εξαρρενίζονται, έτσι έχουμε δει ερμαφρόδιτους τύπους όπως η εκδότης, της αποδέκτη κτλ. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, ο έκφυλος και έμφυλος τύπος η γυναίκα αντικαθίσταται από το ανδροπρεπές: η άνδρας.
Στην έβδομη θέση της λίστας βρίσκουμε δύο παθήσεις, δίδυμες, την ακλισία και την αγγλοκλισία, που αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην ακλιτική όψη ο ασθενής θεωρεί άκλιτα ορισμένα κύρια ονόματα, ιδίως θηλυκά, που είναι μεν ξένα αλλά είναι εντελώς προσαρμοσμένα στο τυπικό της ελληνικής, όπως της Νικαράγουα, της Γκάνα ή της Νταϊάνα. Στη βαρύτερη μορφή, η μπάλα της ακλισίας παίρνει και καθαρόαιμα ελληνικά ονόματα (της Μαρία Κάλλας, της Ράια Μουζενίδου κτλ.). Στην αγγλοκλιτική όψη, ο ίδιος ασθενής που αφήνει άκλιτα τα παραπάνω ονόματα, αισθάνεται αναγκασμένος να σχηματίσει αγγλοπρεπή πληθυντικό ξένων λέξεων, όπως οι κομπιούτερς, ενώ ταυτόχρονα λοιδορεί όσους τις κλίνουν ελληνοπρεπώς (οι στυλοί, τα μπετά). Στην πιο βαριά μορφή, κλίνει αγγλοπρεπώς ακόμα και μη αγγλικές λέξεις (κρουτόνς, σπούτνικς, γκασταρμπάιτερς, ακόμα και αρχικά: τα ΚΤΕΛς!)
Η όγδοη ασθένεια είναι συγγενική. Πρόκειται για την αρχαιοκλιτική ξιπασιά. Ο ασθενής θεωρεί χυδαίους και βάναυσους τύπους όπως «του Πλάτωνα, της Σαπφώς, οι Βάκχες» και αντικαθιστά: του Πλάτωνος, της Σαπφούς, αι Βάκχαι (το οποίο είναι άκλιτο, διότι κανείς, όσο βαριά κι αν ασθενεί, δεν έχει πει ότι είδε «τας Βάκχας»). Και για αυτή την ασθένεια, υπάρχουν κάποιοι που συνιστούν δισκία λεπτών διακρίσεων, όμως αυτά ενεργούν μόνο σε πολύ αρχικό στάδιο, αλλιώς ο ασθενής έχει ήδη αρχίσει να αρχαιοκλίνει όχι μόνο τον Πλάτωνα τον φιλόσοφο αλλά και τον Πλάτωνα τον περιπτερά της γωνίας. Ακόμα χειρότερα, διορθώνει τον Ελύτη που έλεγε «της Σαπφώς» και το κάνει «της Σαπφούς». Και στις πραγματικά ανίατες περιπτώσεις αρχαιοκλίνει και νεότερα ονόματα: της Αργυρούς, της Γωγούς, της Μαριγούς και της Φωφούς!
Η συμπλεγματολαγνεία είναι μια ασθένεια που δύσκολα διακρίνεται στα αρχικά της στάδια. Προκαλεί απέχθεια προς συμφωνικά συμπλέγματα όπως χτ, φτ, στ, ντ κτλ. και οδηγεί σε αποκλειστική χρήση των «ευγενέστερων» ισοδυνάμων τους, όπως χθ ή κτ, φθ ή πτ, σθ, νδ. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο ασθενής αρχίζει να παραμιλάει βγάζοντας άναρθρους ήχους «χθθθθ… φθθθθ…. σθθθθ….» και παράγει εκτρωματικούς τύπους όπως άνδρον (αντί για άντρο) ή ανύπαρκτους γραμματικά όπως να κρυφθεί, να γραφθεί. Πρέπει να πούμε ότι η σύγχρονη έρευνα δεν έχει αποφανθεί οριστικά αν οι τύποι «να κρυφθεί, να γραφθεί» πρέπει να καταταΧΘούν εδώ ή στην επόμενη ασθένεια.
Η επόμενη ασθένεια είναι ουσιαστικά μια ομάδα παθήσεων, που όλες μαζί αποκαλούνται κλιτικές νεοπλασίες. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο ασθενής δημιουργεί δικούς του κλιτικούς τύπους, ιδίως σε ρήματα, όπως τα «να κρυφθεί» που είδαμε παραπάνω. Η καλοήθης μορφή των νεοπλασιών εμφανίζεται όταν το ρήμα είναι προβληματικό στην κλίση του, όπως το χρησιμοποιείτο. Στην κακοήθη μορφή, το ρήμα που ευπρεπίζεται νεοπλαστικά δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα ή και καθόλου (υποχρεώνετο).
Η προτελευταία ασθένεια του καταλόγου μας είναι ο ορθογραφικός υπερτροφισμός. Ο ασθενής στολίζει με διπλά σύμφωνα τις λέξεις του και προσπαθεί να αντικαταστήσει το ι με η και το ο με ω. Μια εκδήλωση του φαινομένου είδαμε παραπάνω, στο εξ απήνης. Παραλλαγή του υπερτροφισμού είναι η νυμανία, δηλαδή η κατάχρηση του τελικού Ν, η τοποθέτησή του εκεί που δεν υπαγορεύεται από ευφωνικούς λόγους. Στη βιβλιογραφία, η νυμανία είναι επίσης γνωστή ως το Ν του μεζεδοπώλη, όρος εμπνευσμένος από τους πολλούς τίτλους μεζεδοπωλείων που αφήνουν τα Ν τους να ντιντινίζουν ασύστολα (Καλλίγευστον, Γευσιμαργείον, Οινοφλυγείον), μερικά μάλιστα τα χρεώνουν και στο λογαριασμό.
Τελευταία αλλά όχι έσχατη ασθένεια, για να βάλουμε και το κλισεδάκι μας, είναι η βιβλιοδιφική λεξιλαγνεία. Ο ασθενής ανοίγει το Λίντελ Σκοτ ή άλλο λεξικό της αρχαίας και βρίσκει σπάνιες λέξεις με τις οποίες γαρνίρει τα κείμενά του. Στην ήπια μορφή της, οι λέξεις που βάζει μπορεί να βγάζουν μέσες-άκρες κάποιο νόημα, ή να είναι απλά παραγεμίσματα όπως το συνελόντι ειπείν που χρησιμοποιείται από πολλούς ασθενείς του πρώτου σταδίου. Σε επόμενα στάδια, οι λέξεις μπαίνουν μόνο για την αισθητική τους αξία, χωρίς να ενδιαφέρει αν ταιριάζουν στο νόημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση της λέξης καλλίπυγος (= αυτή που έχει όμορφα οπίσθια) που χρησιμοποιείται τελευταία στην πυγαία δημοσιογραφία σαν συνώνυμο του καλλίγραμμη (επειδή αυτό κλίνεται ομαλά). Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, η βαριά μορφή λεξιλαγνείας ονομάζεται και ζουραρισμός, ονομασία που δόθηκε προς τιμή του λογίου Κ. Ζουράρι που έχει φιλοτεχνήσει τους εγγλωτογάστορες, τα κρέμβαλα, ου μην αλλά και την καλλίπυγο μαγωδία. Επειδή δε μαγωδία είναι ένα είδος παντομίμας, αυτό σημαίνει «παντομίμα με ωραίους γλουτούς».
Ορισμένοι ερευνητές έχουν εντοπίσει και άλλες ασθένειες όπως η ακατάσχετη μετοχίτιδα ή ο κειτουκιτισμός, αλλά η σχετική βιβλιογραφία δεν επιτρέπει να αποφανθούμε με βεβαιότητα για την εξάπλωσή τους. Οπότε, προς το παρόν, θα αρκεστούμε στον δωδεκάλογο της νεοκαθαρευουσιάνικης αντεπίθεσης.
Εδώ τελείωνε το παλιό μου άρθρο (γράφτηκε πριν από εφτά χρόνια και ύστερα το συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου Γλώσσα μετ’ εμποδίων). Αν το έγραφα τώρα ίσως θα έκανα μερικές αλλαγές, θα έβγαζα κάποιες παθήσεις για να βάλω στη θέση τους την εισαγωγικομανία (έχουμε μιλήσει γι’ αυτήν πολλές φορές, είναι σχετικά καινούργιο νόσημα) ή τον τρόμο της διπλής άρνησης (για τον οποίο δεν έχω -ακόμα;- γράψει ειδικό άρθρο αλλά έχω αναφερθεί σε άρθρα με μεζεδάκια).
Γιώργος Σαραντάκος