«Αχ βρε παλιομισοφόρια τι τραβάν για σας τ’ αγόρια, τι τραβάν για σας τ’ αγόρια» τραγουδούσε ο Βασίλης Αυλωνίτης υπό τους ήχους της λατέρνας του. Είναι γνωστή εξάλλου η ελληνική ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» που προβλήθηκε στις αίθουσες το 1957.
Αναμφισβήτητα το τραγούδι ήταν απόσταγμα της εμπειρίας του πάντα εύστοχου στην επιλογή της θεματολογίας του Αλέκου Σακελλαρίου, ο οποίος αντλούσε τα θέματά του από την καθημερινή ζωή. Έγινε βεβαίως επιτυχία αφού παρουσιάστηκε ντυμένο με τη μουσική του ανεπανάληπτου Μάνου Χατζιδάκι.
Η υπόθεση του έργου αφορούσε σε μιαν όμορφη για την οποία ήρθαν στα χέρια δύο μάγκες, ένας από τον Πειραιά και ένας από την Κοκκινιά. Αμφότεροι κατέληξαν στο νοσοκομείο, τους «έφαγε η μαρμάγκα» όπως λέει το τραγούδι, ενώ εκείνη, το «παλιομισοφόρι», «με άλλο μάγκα έκανε χαρτί». Δεν γνωρίζουμε από τον ίδιο τον Σακελλάριο πώς εμπνεύσθηκε τους στίχους. Αλλά στα θεατρικά «παρασκήνια» συζητούσαν πως η ηρωίδα του τραγουδιού δεν ήταν άλλη από τη μικρασιάτισσα σουμπρέτα του μουσικού θεάτρου Φωφώ Λουκά (1908-1989). Επίσης, πως επρόκειτο για πραγματικό επεισόδιο, μια φονική συμπλοκή που είχε συμβεί πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1932.
Ήταν Σεπτέμβριος όταν ο ταμίας του Χρηματιστηρίου Αθηνών και γνωστός γλεντζές Γεώργιος Πολυχρονιάδης, πήρε δύο «μπαλαρίνες» όπως τις αποκαλούσε ο τύπος και ανθρώπους του Θεάτρου του Λαού για να διασκεδάσουν. Ήταν η Φωφώ Λουκά και η Νίνα Παπαζαφειροπούλου (1911-1992). Μαζί τους ο ηθοποιός Αριστείδης Χρυσοχόος (1902-1993) και ο επίσης ηθοποιός Γιάννης Σπαρίδης (1898-1973), του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ιωάννης Σπανομαρίδης. Έμεινε γνωστός με το όνομα Αγκόπ, λόγω της αρμενικής καταγωγής του.
Κατευθύνθηκαν λοιπόν πρώτα προς το περίφημο «Ζυθεστιατόριον Μουρούζη» που βρισκόταν στο τέρμα Ιπποκράτους. Στις τέσσερις το πρωί πια αποφάσισαν να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους σε κέντρο που βρισκόταν έξω από τον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας. Σε κατάσταση ευθυμίας βγήκαν στον υπαίθριο χώρο όπου υπήρχε πίστα. Εν τω μεταξύ κατέφθασε και ένα αυτοκίνητο με πέντε Πειραιώτες… βλάμηδες που επιδόθηκαν σε άγρια οινοποσία. Το γλέντι δεν άργησε να φουντώσει και ένας εξ αυτών, ο Σωτήρης Περιβόλας, σε κατάσταση μέθης κατευθύνθηκε στην παρέα των καλλιτεχνών ζητώντας να χορέψει με τη Φωφώ Λουκά. Η τελευταία ζήτησε την άδεια του Πολυχρονιάδη, ο οποίος όμως αρνήθηκε και σε έντονο ύφος είπε του Σ. Περιβόλα να απομακρυνθεί. Ταυτοχρόνως, καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα αγρίευαν, ζήτησε τον λογαριασμό. Αλλά οι Πειραιώτες απαιτούσαν να μείνουν εκεί οι γυναίκες!
Ο Πολυχρονιάδης άρπαξε ένα μπουκάλι και το έσκασε στο κεφάλι του ενός, οπότε η «μάχη» άναψε. Βγήκαν τα σιδερικά -δηλαδή όπλα- και έπεσαν περίπου είκοσι πυροβολισμοί. Πρώτος εισέπραξε μια σφαίρα στο πόδι ο Πολυχρονιάδης. Ύστερα τον πλησίασε ο Σ. Περιβόλας και τον αποτελείωσε, σχεδόν εξ επαφής! Οι δράστες έφυγαν με το αυτοκίνητό τους και η παρέα των καλλιτεχνών αποσύρθηκε εντός του καταστήματος για να φροντίσει τον τραυματία. Αλλά ο Πολυχρονιάδης είχε εκπνεύσει. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων στην παρέα του Σ. Περιβόλα συμμετείχε ο αδελφός του, ένας υπαστυνόμος της Κοκκινιάς, ένας δικαστικός υπάλληλος κ.ά.
Η υπόθεση πήρε διαστάσεις. Ο Σ. Περιβόλας θεωρήθηκε υπεύθυνος για τον φόνο, ο υπαστυνόμος αθωώθηκε, ενώ στην κοινή γνώμη διαμορφώθηκε η άποψη πως για όλα έφταιγε η μικρασιάτισσα Φωφώ. Οι εφημερίδες έγραφαν πως πολλές φορές η νεαρά καλλιτέχνης γινόταν υπαίτιος θλιβερών επεισοδίων σε διάφορα κέντρα «εξωθούσα κατά παράδοξον τρόπον τους εναλλασσόμενους συνοδούς τους εις συμπλοκάς».
Για χάρη της ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης είχε γράψει την οπερέτα «Η Φωφώ έγινε τίμια»! Προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στον πόλεμο και στα χρόνια της κατοχής και τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα και τα παράσημα Ευποιίας και Εξαιρέτων Πράξεων.