«Οι γράφοντες διά τους Γραικούς αναγκάζουν πολλάκις να διαφωτίζωσι πράγματα φαεινά και αυτόφωτα ως τα οπίσθια των πυγολαμπίδων» (Εμμανουήλ Ροΐδης – «Η Πάπισσα Ιωάννα και η Ηθική» – 1866).
Ο πολιτισμός για κάποιους κυρίους και κάποιες κυρίες είναι κάτι απόμακρο, «ανώτερο», κάτι το «εξαιρετικό» και βέβαια αποκομμένο από το… πόπολο. Τον διαχειρίζονται κάποιοι «ειδικοί» (κυρίως επώνυμοι ή εκκολαπτόμενοι) και μοιράζεται μεταξύ των καλλιτεχνών της αρεσκείας, της αισθητικής ή –χειρότερα- της παρέας τους. Ένας τέτοιος αριστοκρατικός, ολιγαρχικός ή άλλοτε –αλίμονο- «ενός ανδρός» πολιτισμός, είναι εύκολα μετρήσιμος γι’ αυτό χωρίς βάθος, στάσιμος. Διαφεντεύεται και διανέμεται μεταξύ σπουδαίων εκπροσώπων, γεμάτων ακαδημαϊκούς τίτλους παλιότερα και φορέων… κάποιων άλλων κριτηρίων εσχάτως. Και η πλέμπα παρακολουθεί από την μία και μόνη θέση που της αναγνωρίζεται –παρά τις περί αντιθέτου διασκεδαστικές πομφόλυγες- αυτή του θεατή-καταναλωτή.
Τα ανύπαρκτα-υπαρκτά φαρδιά-στενά πεζοδρόμια συνεχίζουν να κραυγάζουν, να στενάζουν κάτω από το βάρος των αυτοκινήτων. Ένας γείτονας με ειδικές ανάγκες δεν ξέρει πια που και πως να στρίψει, ν’ αποφύγει, να κουμαντάρει και να μανουβράρει το αναπηρικό αμαξίδιο. Από τις τόσες μανούβρες το αμαξίδιο μένει από μπαταρία στη μέση του δρόμου και το τσογλάνι πίσω, με το μαύρο αστραφτερό τέσσερα επί τέσσερα, κορνάρει εξαγριωμένο. Με τον πολιτισμό του στα ηχεία να σπάει ντεσιμπέλ για “Guiness”, με το μονότονα επαναλαμβανόμενο «ντουπ-ντουπ» να θυμίζει –μήπως δεν είναι;- προετοιμασία για ανθρωποθυσία, με την μάσκα της πιο απάνθρωπης αδιαφορίας πετρωμένη στο πρόσωπο. Κι οι περαστικοί τρέχουν και βοηθούν το γείτονα, σπρώχνουν το καροτσάκι στη μπάντα, το ανεβάζουν στο ασφυκτικά στενό πεζοδρόμιο.
Α, όχι, ο πολιτισμός δεν είναι ουσία, δεν είναι η καθημερινότητα, είναι οι εκδηλώσεις που μια ερμητικά κλειστή κάστα (ή σέχτα, αν προτιμάτε) επιλέγει κι επιβάλλει. Κι αν σας αρέσει…