Ενώ η Πρωτομαγιά γιορταζόταν στην Ελλάδα ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα -αν και όχι κάθε χρόνο, λόγω αδυναμιών του εργατικού κινήματος και των πολιτικών και πολεμικών περιπετειών της χώρας- ήταν ο γιορτασμός της το 1924 που συνοδεύτηκε για πρώτη φορά από εκτεταμένες συγκρούσεις των απεργών με τις δυνάμεις καταστολής. Η χρονολογία έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς μόλις ένα μήνα πριν (στις 25 Μαρτίου) είχε ανακηρυχθεί η αβασίλευτη δημοκρατία και στην κυβέρνηση βρισκόταν η μαχητική δημοκρατική πτέρυγα του βενιζελισμού, με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Στις συγκρούσεις αυτές έχασε τη ζωή του ο νεαρός Σωτήρης Παρασκευαΐδης, μέλος της Ο.Κ.Ν.Ε. Ήταν ο πρώτος Έλληνας εργάτης που έπεφτε νεκρός σε πρωτομαγιάτικη κινητοποίηση.
Έχοντας άμεση εμπειρία ως στρατιώτης, από την τραγική περιπέτεια της μικρασιατικής εκστρατείας, με τα δυο του αδέρφια να έχουν χάσει τη ζωή τους στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του ελληνικού κεφαλαίου, ο Σωτήρης Παρασκευαΐδης εργάστηκε ως ζαχαροπλάστης, εντάχθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα του κλάδου του και στην Ένωση Παλαιών Πολεμιστών, και μέσα από τους αγώνες για μια καλύτερη ζωή βρέθηκε στις γραμμές του νεοσύστατου κομμουνιστικού κινήματος.
Το εργατικό κίνημα μετά τη μικρασιατική καταστροφή
Με τον ξεριζωμό του μικρασιατικού ελληνισμού, μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης αποτελούταν από πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στους συνοικισμούς της απόγνωσης γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά, της Πάτρας, του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας κλπ. Η έλευση των προσφύγων προσέφερε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού άφθονη και φτηνή εργατική δύναμη, ενώ συνάμα συνέρρευσαν στην Ελλάδα και οι έλληνες καπιταλιστές που δρούσαν στην πάλαι ποτέ οθωμανική αυτοκρατορία και προστέθηκαν στους παλιότερους ντόπιους καπιταλιστές και σ’ αυτούς που είχαν φύγει λίγα χρόνια πριν από τη σοβιετική Ρωσία. Όπως σωστά έχει επισημανθεί, «η Ελλάδα αναπτύχθηκε μετά το 1922 όχι παρά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά εξ αιτίας της»(1).
Η δημιουργία κατάλληλου επενδυτικού κλίματος αποτέλεσε τη βασική μέριμνα των βενιζελικών κυβερνήσεων. Για να γίνει κάτι τέτοιο, έπρεπε να επιτευχθεί η ακύρωση ή έστω ο περιορισμός των εργατικών κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου. Την ίδια ώρα η ανάγκη διατήρησης κλίματος κοινωνικής ειρήνης στο εσωτερικό για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των πολεμικών τυχοδιωκτισμών, υποχρέωνε σε υποχωρήσεις έναντι των εργατικών αιτημάτων. Στην κατεύθυνση αυτή αποφασίστηκε η μείωση των ημερομισθίων το καλοκαίρι του 1923, που προκάλεσε τον ξεσηκωμό της εργατικής τάξης. Καθοδηγούμενη από τη Γ.Σ.Ε.Ε., στην οποία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (κομμουνιστικού), η μεγάλη εργατική έκρηξη προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες και αντιμετωπίστηκε με τη βία της κρατικής καταστολής. Αποκορύφωμα στάθηκε η δολοφονική επίθεση του στρατού της «επανάστασης» του Πλαστήρα κατά των απεργών ναυτεργατών στο Πασαλιμάνι στις 23 Αυγούστου, που είχε ως συνέπεια τον θάνατο έντεκα εργατών. Ακολούθησε πολύμηνη απαγόρευση της λειτουργίας των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Εντούτοις, το κίνημα ανασυντάσσεται και από τις αρχές του 1924 επανεμφανίζονται διεκδικητικοί αγώνες, καθώς η εργατική τάξη βιώνει τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής, με τα ημερομίσθια καθηλωμένα ή και μειωμένα ακόμη και κατά 25%(2) και τον τιμάριθμο στα είδη λαϊκής κατανάλωσης να έχει ξεπεράσει το 150% σε σχέση με το 1922(3).
Η πρωτομαγιά και η δολοφονία του Παρασκευαΐδη
Στη διαδικασία ανασύνταξης του κινήματος αποφασίστηκε από το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, που επίσης ελεγχόταν από το Σ.Ε.Κ.Ε.(Κ), η δυναμική μαζική κινητοποίηση για τον εορτασμό της πρωτομαγιάς, προκαλώντας έντονη ανησυχία στην κυβέρνηση. Έτσι, απαγορεύτηκαν οι πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις στο κέντρο της πόλης, αλλά και στον Πειραιά, ενώ επιτράπηκε η πραγματοποίησή τους στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Αποφασισμένο να γιορτάσει την πρωτομαγιά στο κέντρο της πόλης, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας κάλεσε σε συγκέντρωση έξω από τα γραφεία του, στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου. Εκεί συγκεντρώθηκε πλήθος εργαζομένων από τις εννιά το πρωί της Πέμπτης 1 Μαΐου, ενώ κατά τις δέκα εμφανίστηκαν δυνάμεις του στρατού και δόθηκε διαταγή να διαλυθεί η συγκέντρωση. Οι εργαζόμενοι απάντησαν με τον Ύμνο της Διεθνούς και με συνθήματα υπέρ της εργατικής τάξης και της Ε.Σ.Σ.Δ., αντιπολεμικά και αντικυβερνητικά.
Για τη διάλυση των συγκεντρωμένων χρησιμοποιήθηκαν δύο υδραντλίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακολούθησαν πυροβολισμοί από τους αξιωματικούς και επέλαση του ιππικού κατά των συγκεντρωμένων, ενώ ήταν πολλοί οι στρατιώτες που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές. Συνέπεια της επίθεσης ήταν οι δεκάδες τραυματισμοί διαδηλωτών, κυρίως από ξιφολόγχες, καθώς και περί τις πενήντα συλλήψεις. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και οι επικεφαλής του Ε.Κ.Α. Ιωάννης Τσατσάκος και Δημήτρης Βελένζας, ο Σεραφείμ Μάξιμος, μέλος της Κ.Ε. του Σ.Ε.Κ.Ε.(Κ), ο συγγραφέας και αρχισυντάκτης του “Ριζοσπάστη” Πέτρος Πικρός, αλλά και δύο νέοι αγωνιστές που θα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος: ο φοιτητής Λευτέρης Αποστόλου, ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε. κατά τις δεκαετίες 1930 και ’40, και ο ηθοποιός Γιώργος Βιτσώρης, ηγετικό στέλεχος του αρχειομαρξιστικού και κατόπιν του τροτσκιστικού χώρου. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο Σωτήρης Παρασκευαΐδης που χτυπήθηκε από ξιφολόγχη στο κεφάλι, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και πέθανε την άλλη μέρα, το μεσημέρι της Παρασκευής 2 Μαΐου.
Καθώς η είδηση του θανάτου του νεαρού αγωνιστή συγκλονίζει το συνδικαλιστικό κίνημα και τους κομμουνιστές, αντιπροσωπεία του Ε.Κ.Α. και της Γ.Σ.Ε.Ε. επισκέφτηκε τον πατέρα του, του πρόσφερε μια αρχική οικονομική συνδρομή και του ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει τα έξοδα και τη διοργάνωση της κηδείας. Εντούτοις, όπως έγραψε ο “Ριζοσπάστης” την Κυριακή 4 Μαΐου, ασκήθηκε «ψυχολογική πίεσις (…) ώστε ο ατυχής πατέρας του θύματος, λιποψυχήσας προς στιγμήν κατά την απουσίαν των εργατών, εξηναγκάσθη να παραδώση τον νεκρόν του φονευθέντος υιού του, ο οποίος ετάφη εν κρυπτώ και παραβύστω, άκλαυστος και δίχως τον τελευταίον ασπασμόν από τας τόσας χιλιάδας των εργατών, που ητοιμάζοντο να τον συνοδεύσουν σήμερον μέχρι της τελευταίας του κατοικίας».
Εν τω μεταξύ, οι επίσημες ανακοινώσεις αναφέρουν ότι ο Παρασκευαΐδης ήταν άσχετος με τη συγκέντρωση και χτυπήθηκε κατά λάθος και εντελώς τυχαία. Ενώ, κυβέρνηση και αστικός τύπος επιρρίπτουν την ευθύνη στους κομμουνιστές που προκάλεσαν σκόπιμα επεισόδια, αρνούμενοι να συμμορφωθούν με τον νόμο και την τάξη.
Τρεις μέρες αργότερα, την Τετάρτη 7 Μαΐου, δημοσιεύεται στον “Ριζοσπάστη” μια συγκλονιστική επιστολή του πατέρα του δολοφονημένου αγωνιστή:
«Αγαπητέ Ριζοσπάστη,
Ο υποφαινόμενος Χρυσόστομος Παρασκευαΐδης, πατέρας του αδικοσκοτωμένου Σωτήρη Παρασκευαΐδη, δηλώνω τα παρακάτω και παρακαλώ να τα δημοσιεύσης, για να είμαι εν τάξει και με τη συνείδησί μου και με τη μνήμη του αγαπημένου μου παιδιού.
1) Ο Σωτήρης μου ήτανε γραμμένος στην Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και την Κομμουνιστική Νεολαία Αθηνών
2) Δεν πέθανε περαστικός τάχα και κατά τύχη, όπως θέλησαν να πούνε, αλλά υπέστη επίθεση και έφερε τραύματα, όπως αναφέρει η ιατροδικαστική έκθεση, αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή
3) Δε φταίω καθόλου εγώ αν ο Σωτήρης, ο δολοφονημένος, θάφτηκε εν κρυπτώ και παραβύστω, όπως γράφετε άκλαυτος και αφίλητος απ’ τη μεγάλη εργατική οικογένεια της οποίας ήτο μέλος
4) Εγώ μέσα στην παραζάλη μου και μέσα στον πόνο του ξαφνικού θανάτου του γιου μου δεν ήξερα καλά-καλά τι ήθελαν οι κύριοι (ο μάστορής του κάποιος ζαχαροπλάστης κι’ ακόμα άλλοι δύο) που καταχρώμενοι της ψυχολογικής μου καταστάσεως επήραν το νεκρό του γιου μου, ενώ είχε έρθη κι’ ο αστυνόμος με δέκα χωροφύλακες
5) Εγώ είχα και δυο άλλα παιδιά ακόμα σκοτωμένα στον πόλεμο, τον Γιάννη που σκοτώθηκε στη Θράκη και το Μανώλη που βρήκε ένα φρικτό πνιγμό μέσα στο πολεμικό καράβι έξω απ’ την Καλαμάτα και
6) Ευχαριστώ τη Γενική Συνομοσπονδία, την Κομμουνιστική Νεολαία και όλη την Εργατική Τάξι για την τόση αγάπη και εκτίμηση που δείξανε στο παιδί μου. Είθε η ακουσία εκ μέρους μου πράξις την οποία καταγγέλλω να μη βαρύνει στην αιώνια τιμημένη μνήμη ενός μάρτυρος της εργατικής Ιδέας, του αδικοσκοτωμένου Σωτήρη μου.
Με πόνο και με αγάπη προς όλους σας – Χ. Παρασκευαΐδης».
Γιώργος Αλεξάτος – inred
- Κώστας Βεργόπουλος, “Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο” – “Εξάντας”, Αθήνα 1978, σ. 74.
- Δημήτρης Λιβιεράτος, “Το ελληνικό εργατικό κίνημα (1918-1923)” – Καρανάσης, Αθήνα 1976, σ. 142.
- Γεώργιος Αναστασόπουλος, “Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας 1840-1940” – “Ελληνική Εκδοτική”, Αθήνα 1947, τ. 3ος, σ. 1.127.