Στην Τουρκία οι άγριες δολοφονίες γυναικών δυστυχώς δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Στη συλλογική συνείδηση εγγράφηκε τα τελευταία χρόνια η δολοφονία της Σουλέ Τσετ, η οποία τον Μάιο του 2018 βιάστηκε στο γραφείο από δύο μεθυσμένους -ένας εκ των οποίων ο προϊστάμενός της- και στη συνέχεια εκπαραθυρώθηκε.
Στις καταθέσεις τους οι δύο άνδρες υποστήριξαν ότι η 23χρονη αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο. Από την αυτοψία προέκυψαν ωστόσο κάταγμα αυχένα, κακοποίηση πρωκτικής περιοχής και χρήση ναρκωτικών ουσιών, που δεν παραπέμπουν συνήθως, σε αυτοκτονία. Η δίκη που διήρκησε ένα εξάμηνο συνοδεύτηκε από διαδηλώσεις μπροστά από το δικαστήριο, καθώς και εκδηλώσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εν τέλει το δικαστήριο στην Άγκυρα επέβαλλε στον δολοφόνο ισόβια κάθειρξη και στο συνεργό του ποινή σχεδόν δεκαεννιά ετών.
Εισαγγελία και δικαστές αδιαφορούν για την αυτοψία
Οργανώσεις υπέρ των δικαιωμάτων της γυναίκας ήλπιζαν τότε ότι η άγρια δολοφονία της 23χρονης θα άλλαζε πολλά, όχι μόνο στην τουρκική κοινωνία αλλά και στον τρόπο αντιμετώπισης παρόμοιων ειδεχθών πράξεων από τη δικαιοσύνη. Από τότε όμως δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Δολοφονίες γυναικών, διεθνώς γνωστές και ως femicide, οι οποίες στη συνέχεια «βαπτίζονται» αυτοκτονίες, συνέχισαν να συμβαίνουν στην Τουρκία. Χαρακτηριστική η δολοφονία της Άιτεν Κάγια στο Ντιγιαρμπακίρ, η οποία βρέθηκε απαγχονισμένη στο σπίτι της. Οι αστυνομικές έρευνες έκαναν λόγο για αυτοκτονία και η εισαγγελία έκλεισε την υπόθεση. Όμως οι συγγενείς της 35χρονης θεωρούσαν ότι πρόκειται για δολοφονία διότι πλήθος κρίσιμα ερωτήματα γύρω από την υπόθεση παρέμειναν αναπάντητα.
Στην αυτοψία δεν αναφερόταν ώρα θανάτου. Επιπλέον, το σώμα της άτυχης γυναίκας ήταν γεμάτο αιματώματα και μώλωπες. Ύποπτο θεωρείται επίσης ότι την ημέρα του θανάτου βρίσκονταν στο σπίτι ο σύζυγος, ο οποίος εργάζονταν ως εποχικός εργάτης. Παρά τα σημαντικά στοιχεία της αυτοψίας, η εισαγγελία δεν θέλησε να ξανανοίξει και πάλι τον φάκελο της υπόθεσης.
Δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση
Η δικηγόρος Γκουρμπέτ Γκέζντε Έκγκιν, μέλος του γυναικείου συλλόγου «Ρόζα» δηλώνει ότι «δεν είναι μόνο έγκλημα όταν σκοτώνεις, αλλά και όταν συγκαλύπτεις μια τέτοια υπόθεση ονομάζοντάς τη στη συνέχεια αυτοκτονία». Η Λέιλα Σόιντινκ από το σύλλογο Mor Catı Kadın Sığınağı Vakfı της Κωνσταντινούπολης θεωρεί ότι “σε ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης στο οποίο τον πρώτο λόγο έχουν άνδρες, πολλά εγκλήματα σε βάρος γυναικών καταλήγουν σε αθώωση των κατηγορουμένων. Για να «εξηγηθεί» η «αυτοκτονία» οι αστυνομικοί σημειώνουν συχνά στο φάκελο ότι «το θύμα αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα»“.
Δυστυχώς δεν υφίσταται στην Τουρκία πολιτική βούληση καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών, παρά το γεγονός ότι η οργάνωση «Θα σταματήσουμε τις δολοφονίες γυναικών» κατέγραψε το 2020 τριακόσιες δολοφονίες γυναικών από τις οποίες οι 171 χαρακτηρίστηκαν ύποπτες, ανάμεσα στις οποίες και φερόμενες αυτοκτονίες.
Δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης
Πολλές γυναίκες στην Τουρκία ελπίζουν στην εφαρμογή όσων προβλέπονται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, από το 2011. Η Άγκυρα επικύρωσε τη σύμβαση και υιοθέτησε σε νόμο όσα προβλέπει. Στην πράξη όμως, σημειώνουν επικριτές, ο νόμος δεν εφαρμόζεται ούτε υπάρχουν οι προβλεπόμενες δράσεις βοήθειας και προστασίας για γυναίκες-θύματα. Φαινόμενα βίας και διακρίσεων κατά των γυναικών μπορούν ωστόσο να αποτραπούν μόνο σε περίπτωση που δικαιοσύνη και ποινική δίωξη εφαρμόσουν κατά γράμμα τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, εκτιμούν γυναικείες οργανώσεις στην Τουρκία.
Μπουρτσού Καρακάς
επιμέλεια: Στέφανος Γεωργακόπουλος
“Deutsche Welle”