Αδελφοί
Πέρασε η μεγάλη εβδομάδα και φτάσαμε πλέον στις μικρές, μέσα στα μικρά καλοκαίρια και τους ατέλειωτους χειμώνες, που λέγει και το γνωστό παραπονεμένο άσμα. Ωστόσο καμιά ελπίδα ανάστασης δεν διαφαίνεται εις τον ορίζοντα, του οποίου απέμεινε μόνον το όνομα αφού ούτε αυτός πια ορίζει τίποτε.
Καμία ανάσταση, ειδικά όσο αυτή προσπαθεί να αναδυθεί όπισθεν μεγαλόσχημων προεκλογικών λόγων τύπου big bubbles, εκεί όπου την τοποθετούν οι πολιτικές και κοινωνικές (κυνωνικές κατά τον γράφοντα) νανουρίστρες, το προσκυνημένο αληταριό και οι οσφυοκάμπτες εξουσιοφρενείς για να υφαρπάξουν αυτό το άθλιο άλλοθι που λέγεται «λαϊκή εντολή». Εξήλθον πάλι οι πραματευτάδες και καλούν την πλέμπα δια να τη σώσουν από την κόλαση, ως άλλοι μεσαιωνικοί μάγοι και σαλτιμπάγκοι. «Σοβαρά», «υπεύθυνα», με μέθοδο και τρόπους, με αβρό «πολιτικό πολιτισμό» όπως απαιτούν αι κρίσιμες περιστάσεις. Οι μοντέρνοι ιδεολογικοί αλχημιστές μετέρχονται τη δοκιμασμένη μέθοδο της κόμπρας που προσπαθεί να μαγνητίσει και να παραλύσει το θύμα της.
Anyway, που θα έλεγε και ο προκάτοχος του τραπεζοτσολιά. Λοιπόν, επιθυμώ να ευχαριστήσω θερμώς όλους εκείνους που κατακλύζουν με παραινέσεις, οδηγίες, παραδείγματα και εγερτήρια σαλπίσματα τα ηλεκτρονικό ταχυδρομεία. Τώρα πια γνωρίζουμε πώς να ζήσουμε, τι πρέπει να κάνουμε, ανασκολοπίζουμε την Ιστορία (πάντα αποσπασματικά και κατά το ποια άκρη της βολεύει, βέβαια), εξάγουμε «συμπεράσματα», ξέρουμε ότι πρέπει να ξεσηκωθούμε (όχι εμείς πρώτοι, αλλά να σπρώξουμε τους ηλεκτρονικούς φίλους μας να ξεκινήσουν και βλέπουμε), έχομε εν πλήρες συνταγολόγιο και δεν είμεθα κορόιδα βρε αδερφέ. «Πώς μας κατάντησαν έτσι» που αναρωτιόταν και η Κατερίνα Γώγου…
Κάποια στιγμή θα απαντήσουμε. «Είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί. / Εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε. / Είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα / κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο» (Τάσος Λειβαδίτης).