Αδελφοί
Πεσμένος καταγής και με το αφτί ακουμπισμένο στην μητρική αγκαλιά της γενέθλιας πόλης, σαν τους ξεκληρισμένους ινδιάνους ή τα πτώματα που την κοσμούν μέσα στα χρόνια -αφού η Θεσσαλονίκη έχει υψηλό κατά κεφαλήν κοπάνημα- αφουγκράζομαι την οδύνη της και σας την μεταφέρω.
Η διάτρητη γενέθλια γη σφαδάζει από τον πόνο, έτσι καθώς διαρρηγνύεται από τα επιστημονικά εξαμβλώματα, τα αποκαλούμενα μηχανές προς τιμήν εκείνων που τα μηχανεύτηκαν (τι ήταν ο πατέρας του Παρμενίδη, Παρμένος; Ήταν άραγε είρων ο Ήρων, τελικά;).
Διερωτώμαι πόσα ακόμη αρχαία ή νεότερα ευρήματα έχουν παραχωθεί ή πρόκειται να ενταφιαστούν for ever κάτω από τα λαγούμια του επελαύνοντος μετροπόντικα – εχθρού τού κάθε υπόγειου και σύμμαχου τού κάθε υπέργειου τυφλοπόντικα. Τα αδιαφανή, ψυχρά λαγούμια της προόδου και της προσόδου. Άραγε ποίος εξ ημών θυμάται την περιλάλητη Ληταία πύλη στην αρχή της οδού αγίου Δημητρίου; Αυτήν ντε, που νε μεν αναζητούσαμε αλλά που παραχώθηκε για να διέλθει ο ανιστόρητος κι ανάγωγος αγωγός ύδρευσης, το τεράστιο ιοβόλο φίδι που επί μήνες σερνόταν υποδορίως της οδού Λαγκαδά πριν στρίψει ανατολικά. Κανείς δεν φαίνεται να θυμάται. Ωστόσο, πλείστοι όσοι ενθυμούμεθα τα οπίσθια της Τάμτα και τα κοστούμια του Ταμτάκου, τα στρινγκάκια των σταρ και κριθάρ της μαζικής κυνωνικής παράκρουσης, καθώς και τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των διαφημιστικών σποτακίων που ξεπλένουν βιολογικά –είναι της μόδας τα βιολογικά- την αποδράμουσα μεταλλαγμένη –και τα μεταλλαγμένα είναι της μόδας- νόησή μας.
Οι λαμπροί πτυχιούχοι του σήμερα γνωρίζουν καλά (;) το αντικείμενό τους, αλλά ως εκεί. Πόσοι άραγε διορθώνουν μόνοι τις μικροζημίες στο σπίτι, δίχως να προσφύγουν στην εύκολη λύση που γλαφυρά αποτυπώνεται στην παροιμία “εγώ με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου”; Πόσοι ετοιμάζουν με τα χεράκια τους τα μεζεδάκια για το ουζάκι των φίλων που θα έρθουν (αν έρχονται ακόμα φίλοι); Πόσοι καταπιάνονται με κατασκευές όμορφων –ή και μη, δεν πειράζει- πραγμάτων, έτσι, για την πάρτη τους, για την ψυχούλα τους και μόνο; Πόσοι γνωρίζουν πώς να κρατήσουν εν ζωή έναν βασιλικό στο μπαλκόνι βρε αδερφέ; Για να μην μιλήσουμε για τ’ άλλα, τα μεγάλα, τα ακρίτως αποκηρυγμένα του βίου που ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν πια ν’ ακούνε…
“Αφανιζόμαστε αδέρφια. Μας καταπίνει η καταχνιά έναν-έναν” έγραφε ο Ανέστης Ευαγγέλου που έφυγε νωρίς. Άραγε πόσοι τον γνωρίζουν κι αυτόν, πόσοι τον θυμούνται κι ας έζησε κι αυτός ανάμεσά μας.
Σας μελαγχόλησα; Ε, τι να γίνει… κάποιοι μαλάκες βρίσκονται πάντα να μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό τον κόσμο…