ΝΟΤΙΩΣ
altera pars

Χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα

Είναι τόσο ογκώδες το συναξάρι των χριστουγεννιάτικων παραδόσεων, που θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες μόνο για να τις αναφέρουμε επιγραμματικά. Οι ρίζες του συνόλου των εθίμων και των δοξασιών των ημερών χάνονται στην αρχαιότητα ή σε μακρινές εποχές και λίγα νεωτεριστικά στοιχεία έχουν προστεθεί. Παραθέτουμε εδώ κάποια στοιχεία, με ιστορική διάθεση.

Κάλαντα: Τα κάλαντα είναι «άσματα αγύρτικα». Μπορεί σήμερα η λέξη «αγύρτης» να έχει πάρει τη γνωστή κάκιστη σημασία της, αλλά κάποτε σήμαινε τον επαίτη (αγείρω: συναθροίζω, λόγω της επαιτείας στην αγορά). Οι αγύρτες της αρχαιότητας γύριζαν και τραγουδούσαν, προσδοκώντας τον οβολό των γύρω τους. Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από τις καλένδες των ρωμαίων. Πρώτοι οι Καππαδόκες και οι Πόντιοι ονόμασαν «κάλαντα» την πρώτη του Γενάρη (και «καλαντάρη» όλο τον μήνα) και αργότερα πήραν το όνομα αυτό τα εορταστικά τραγούδια των παιδιών. Τα κάλαντα είναι μια αρχαιότατη συνήθεια που βρίσκουμε ακόμα και στα Πυανέψια και στα Θαργήλια (γιορτές των αρχαίων ελλήνων). Το νόμισμα των καλαντιστών στην αρχαιότητα λεγόταν «επινομίς» (κοινώς μπουναμάς). Στα βυζαντινά χρόνια λεγόταν «ευαρχισμός» ή «στρίνα», από το λατινικό «strena» που σημαίνει αίσιος οιωνός, ονομασία που σώζεται ως σήμερα στη Σύμη («μπουλιστρίνα»), στη Νίσυρο («μπουλουστρίνα») και στην Κύπρο («πουλουστρίνα»).

Χριστουγεννιάτικο δέντρο: Η ιστορία του ξεκινά στην μεσαιωνική Γερμανία. Ο Λούθηρος ήταν ένας από τους πρώτους που διακόσμησαν δέντρο σε εσωτερικό χώρο, μαγεμένος από την εικόνα ενός χριστουγεννιάτικου νυχτερινού περιπάτου. Οι Αιγύπτιοι έφερναν κλαδιά στα σπίτια τους τέτοια εποχή, ως σύμβολο του θριάμβου της ζωής κατά του θανάτου. Οι Δρυίδες τελετουργούσαν κι έδιωχναν με κλαδιά τα κακά πνεύματα (προσφέροντας παράλληλα καταφύγιο στα καλά πνεύματα) και οι ρωμαίοι στόλιζαν μ’ αυτά τα σπίτια τους και τα δημόσια κτίρια. Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά σε χριστουγεννιάτικο δέντρο, μας έρχεται από τον 16ο αιώνα.

Ευχετήριες κάρτες: Πρόκειται για μια συνήθεια που καθιέρωσε ο Callcott Horsley, βγάζοντας προς πώληση μια σειρά χιλίων καρτών στο Λονδίνο, με την ευχή «Χαρούμενα Χριστούγεννα κι ευτυχισμένο το νέο έτος». Οι κάρτες λιθογραφήθηκαν σε χοντρό χαρτόνι και ήταν ζωγραφισμένες όλες στο χέρι. Απεικόνιζαν μία χριστουγεννιάτικη γιορτή και σκηνές από βοήθεια προς τους φτωχούς.

Ήθη και έθιμα στη Θράκη

Πάμπολλα τα ήθη και έθιμα στη Θράκη, τόσο από τον θρησκευτικό κύκλο όσο και από αυτό των μεταμφιέσεων. Και κυρίως τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αφού κάθε χωριό είχε τα δικά του, διαφορετικά και ξέχωρα από το διπλανό.

Κάλαντα: Η Θράκη κατέχει την πρωτιά στον μεγάλο αριθμό χριστουγεννιάτικων τραγουδιών. Μόνο η Μάνη, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, έχει να μας παρουσιάσει 47 χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Μέχρι το 1930 και λίγο αργότερα, τα παιδιά άρχιζαν να ετοιμάζονται για τα «κόλιαντα» σαν έμπαινε η Σαρακοστή για τα Χριστούγεννα, κάνοντας πρόβες και φωνάζοντας στις γειτονιές σχεδόν κάθε βράδυ. Έτσι, πανέτοιμα πλέον το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ξεχύνονταν κατά ομάδες στα σοκάκια, κρατώντας στα χέρια τους χοντρά και μακριά ξύλα, τις «τσουμάκες». Τα ξύλα συμβόλιζαν τα ραβδιά των ποιμένων της βίβλου, αλλά ήταν και προστατευτικά μέσα από τις επιθέσεις των σκυλιών. Μ’ αυτά επίσης χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν. Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, τα παιδιά (πάντα τα αγόρια) έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτά που λένε ακόμα στο Φυλακτό του Έβρου. Τα πολύ μικρά «τραγούδια» τα έλεγαν τα αγοράκια από τις πρώτες πρωινές ώρες της παραμονής μέχρι το μεσημέρι. Από εκεί και μετά είχαν τον λόγο οι παρέες των παλικαριών, που τραγουδούσαν τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια τους από το βράδυ της παραμονής, όλη τη νύχτα και ολόκληρη την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων. Κάθε χωριό είχε και τα δικά του χριστουγεννιάτικα τραγούδια, που διέφεραν από τα γειτονικά χωριά τόσο στη μελωδία όσο και στα λόγια.

«Κόλιντα μπάμπου. Δώσ’ μας μια κ’λουρίτσα, ας είνι σταρίσια, ας είνι καλαμποκίσια. Κόλιντα μπάμπου», τραγουδούσαν τα παιδιά στο Τυχερό του Έβρου. Και στη Νέα Βύσσα της Ορεστιάδας τα μικρά παιδιά, κρατώντας το καθένα από μακριά βέργα που στην άκρη κατέληγε σε θύσανο, λέγανε την παραμονή των Χριστουγέννων: «Κο, κο, κο, μπι, μπι, μπι, τικ, τικ, τικ, κόλιντρα. Να τη φάν’ τα σκυλιά κι την αλιπού σ’ που ‘φαγε μια πουλιά κι έναν κουτσοπέτεινου».

Η ποίηση αυτών των ημερών στη Θράκη είναι χωρίς σχήματα, αληθινή, γεμάτη έξαρση κι αρμονία. Στο τραγούδισμα των καλάντων μεσολαβούν πολλές φορές και διωξίματα. Δεν ανοίγουν οι πόρτες παρ’ όλα τα χτυπήματα, αλλά τα παιδιά ξέρουν να εκδικούνται με ωραία σκωπτικά στιχουργήματα. Γενικά τα θρακικά κάλαντα είναι τα καλύτερα και με την ποιητική ομορφιά τους αποτελούν άξια στολίδια της νεοελληνικής λαϊκής μούσας στο πανελλήνιο.

Ρουγκάτσια: Στο Πύθιο του Έβρου, τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα “κόλιαντα” μια μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Από νωρίς το πρωί ξεχύνονταν στα σοκάκια του χωριού και φώναζαν «κόλιντα μπάμπου, τσικ, τσικ, τσικ». Ανήμερα τα Χριστούγεννα, τα παλικάρια του χωριού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και γύριζαν όλα τα σπίτια. Την κάθε ομάδα την αποτελούσαν τέσσερα άτομα. Στον δρόμο λέγανε τραγούδια του δρόμου και μέσα στο σπίτι το «σαράντα μέρις έχουμι Χριστό που καρτερούμε». Τα Ρουγκάτσια, δηλαδή οι παρέες των παλικαριών, όταν έμπαιναν στο σπίτι κάθονταν όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι και τραγουδούσαν εναλλάξ δυο-δυο το παραπάνω τραγούδι. Κι αυτό για να ξεκουράζουν τη φωνή τους, γιατί το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο, χωρίς ενδιάμεσα ξεκουράσματα και θα δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Εξάλλου έπρεπε να τραγουδήσουν σε πολλά σπίτια και μέχρι αργά το βράδυ της μέρας των Χριστουγέννων.

Όταν θα ‘ερχονταν τα Ρουγκάτσια, έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται στο σπίτι. Σπίτι κλειστό τα Ρουγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν, το είχαν σε κακό. Κάθονταν, τραγουδούσαν, έπαιρναν το κέρασμά τους, το φιλοδώρημά τους (χρήματα) και φεύγανε για άλλο σπίτι.

Χριστόκλουρα: Οι γυναίκες των Σαρακατσάνων στη Θράκη, συνήθιζαν να ζυμώνουν και να φτιάχνουν τη Χριστόκλουρα, η οποία είναι κεντημένη. Τα κεντήματα αναπαριστούν πρόβατα, άλογα, τη στάνη, τη στρούγκα και άλλα στοιχεία του παλαιού καθημερινού τους βίου. Τη Χριστόκλουρα την τρώνε όλοι μαζί με μέλι, περιμένοντας τη γέννηση του Χριστού. Στο τραπέζι των Θρακιωτών ακόμη και σήμερα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, βρίσκονται εννέα διαφορετικά τρόφιμα που το καθένα συμβολίζει στιγμές της καθημερινότητας. Στο Ρήγιο του Διδυμοτείχου αναβιώνει τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων το έθιμο των Μπαμπουσιαραίων. Δύο παλικάρια μεταμφιέζονται το ένα σε μπαμπουσιάρο και το άλλο σε γυναίκα του μπαμπούσιαρου. Το πρώτο φορά μια νεροκολοκύθα στο πρόσωπο με τρύπες στα μάτια και στο στόμα, προβιές προβάτων και κρεμά στη μέση κουδούνια και στη ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι. Ζουρνατζήδες ή γκαϊντατζήδες συνοδεύουν το ζευγάρι καθώς και ένα νταουλτζή, ενώ η άγρια και χαρακτηριστική μουσική των οργανοπαιχτών ξεσηκώνει όλο το χωριό.

Χριστόξυλο: Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πηγαίνει στο σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού. Πριν φέρει ο νοικοκύρης το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο.

Μωμόγεροι: Η λαϊκή φαντασία οργιάζει σχετικά με τους καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά. Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους. Οι μεταμφιεσμένοι -που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια- φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.α.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα. Όταν συναντηθούν δυο παρέες, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.

Γκουχτός: Οι ξανθιώτισσες είναι πολύ νοικοκυρές, έχουν φροντίσει για όλα και τα σπίτια λαμποκοπούν από καθαριότητα. Το βραδινό τραπέζι πρέπει να έχει δώδεκα φαγώσιμα είδη «για τα δουδικάμιρα» (δωδεκάμερα). Απαραίτητος είναι ο «γκουχτός». Πρόκειται για χοντραλεσμένο σιτάρι -αλέθεται στο χερόμυλο- που το βράζουν καλά και γίνεται πιλάφι. Δεν προσθέτουν τίποτε άλλο εκτός από καρύδι κοπανισμένο από πάνω. Ο «γκουχτός» μπαίνει στη μέση του τραπεζιού και του τοποθετούν μιαν αναμμένη λαμπάδα. Όταν καθίσουν στο τραπέζι, πρώτα θα θυμιάσει η νοικοκυρά κι έπειτα θα κόψουν το «Χριστόψουμου». Ο γεροντότερος το παίρνει, το τοποθετεί στο κεφάλι του και το τραβά ώσπου να κοπεί. Το μοιράζει γύρω κόβοντας με το χέρι και σ’ όποιον πέσει ο παράς που έχει μέσα, είναι τυχερός. Τρώνε πρώτα από μια κουταλιά «γκουχτό» και συνεχίζουν με τα άλλα νηστίσιμα.

Άλλα ήθη και έθιμα των ημερών

Το διάστημα από τα Χριστούγεννα ως την πρωτοχρονιά, οι παλαιότεροι απέφευγαν να λούζονται, δεν έκαναν βαριές δουλειές και φρόντιζαν να έχουν τελειώσει κάθε εκκρεμότητα. Κρατούσαν άσβεστη τη φωτιά, περιποιημένο και στολισμένο το σπίτι, ανοιχτό σε κάθε επισκέπτη καθ’ όλο το δωδεκαήμερο. Έφτιαχναν πλήθος εδεσμάτων με τα γλυκά στο επίκεντρο. Όλες οι ημέρες ήταν αφιερωμένες στο συνδυασμό κατάνυξης και εορταστικής ψυχαγωγίας και κάθε βράδυ οι μεγαλύτεροι αφηγούνταν ιστορίες στους μικρότερους, καθισμένοι πλάι στο τζάκι.

Το πάντρεμα της φωτιάς: Γίνεται με ένα ξύλο με θηλυκό όνομα (π.χ. κερασιά) κι ένα με αρσενικό (συνήθως αγκαθωτό, επειδή απομακρύνει τους καλικάντζαρους). Το κάθε ξύλο αντιπροσωπεύει προσωπικές επιθυμίες και οι παριστάμενοι παρακολουθούν ποιο θα καεί πρώτο κατά το «πάντρεμα της φωτιάς».

Το τάισμα της βρύσης: Οι κοπέλες πηγαίνουν τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων στις βρύσες του χωριού και τις αλείφουν με βούτυρο και μέλι για να είναι γλυκό το δωδεκαήμερο κι ο νέος χρόνος. Στο γυρισμό φέρνουν σιωπηλές το «αμίλητο νερό» και ραντίζουν μ’ αυτό τα σπίτια.

Γιορτινό τραπέζι: Χαρακτηριστικό του γιορτινού τραπεζιού είναι η πλούσια ποικιλία των εδεσμάτων. Κύριο πιάτο είναι συνήθως η ξενόφερτη (έθιμο που έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό) γαλοπούλα ή το κοτόπουλο, αμφότερα γεμιστά με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά κ.α. Άλλο συνηθισμένο έδεσμα είναι το χοιρινό κρέας σε διάφορες εκδοχές. Παλιότερα που τηρούνταν με ευλάβεια η νηστεία, η εμφάνιση του χοιρινού (ιδιαίτερα ως πηχτής ή λουκάνικων) αποτελούσε εξαιρετικό γεγονός («γουρουνοχαρά»). Στη Θράκη, αγαπημένο φαγητό των ημερών είναι το γεμιστό κοτόπουλο που σερβίρεται με λάχανο τουρσί. Στην Μακεδονία η κρεατόπιτα είναι από τα δημοφιλέστερα εδέσματα. Στην Κρήτη τα γλυκίσματα με αμύγδαλα, καρύδια και φρούτα, στην ανατολική Θράκη οι πίτες από αλεύρι, ζάχαρη και γάλα και οι γεμιστές κότες με πλιγούρι και ρόδια και στην Ήπειρο οι τηγανίτες με κοπανισμένα καρύδια («σπάργανα»).

Ήθη, έθιμα και δοξασίες του κόσμου

  • Στη Σικελία οι χωρικοί ραντίζουν τα ζώα με νερό από πηγάδια τη νύχτα των Χριστουγέννων
  • Στη Σαρδηνία θεωρούν ευλογημένο όποιον γεννηθεί τη νύχτα των Χριστουγέννων
  • Στη Σερβία τα τραπέζια ραντίζονται με κρασί, για να μην ντρέπονται οι καλεσμένοι αν λερώσουν
  • Στη Ρωσία ντύνουν στα άσπρα μια κοπέλα του σπιτιού
  • Στη Σουηδία η ασπροντυμένη κοπέλα («Λουτσία») τριγυρνά στα σπίτια προσφέροντας καφέ και κουλουράκια. Οι χωρικοί ρίχνουν στάρι έξω από τα σπίτια, για να γιορτάσουν μαζί τους και τα πουλιά
  • Στη Βενετία γυρνούν με γόνδολες και γλεντούν, αναβιώνοντας μεσαιωνικές παραδόσεις
  • Στη Βρετανία γλεντούν σε κήπους με μηλιές και πυροβολούν τα κλαδιά για να διώξουν τα κακά πνεύματα
  • Στη Βαρκελώνη αναβιώνουν το μεσαιωνικό έθιμο του παγωνιού, το οποίο θεωρείται από τα σπανιότερα φαγητά.

Σχετικά άρθρα

Ένα απόσπασμα

Super User

Διημερεύει

Super User

138 χρόνια από τη γέννηση του Φώτη Κόντογλου

Super User

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Υποθέτουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Δείτε περισσότερα

Πολιτική απορρήτου και cookies